διερύω
Look at other dictionaries:
διειρύω — (Α) 1. σέρνω ως απέναντι 2. σέρνω μέσα από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο λ. διειρύω επικ. και ιων. τ. τού διερύω < δι (α) + ερύω «έλκω, σύρω»] … Dictionary of Greek
διειρύω — (Α) 1. σέρνω ως απέναντι 2. σέρνω μέσα από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο λ. διειρύω επικ. και ιων. τ. τού διερύω < δι (α) + ερύω «έλκω, σύρω»] … Dictionary of Greek